- τιθασοτρόφος
- τιθασοτρόφοςkeeping tame animalsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιθασοτρόφος — ον, Α αυτός που εκτρέφει εξημερωμένα ζώα, κτηνοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιθασός «ήμερος» + τρόφος (< τρέφω)] … Dictionary of Greek